ἄσπληνον

ἄσπληνον
ἄσπληνον, τό (and [suff] ἄσπλαγχν-ος, , Dsc.3.134), (ἀ- euph., σπλήν)
A miltwaste, Asplenium Ceterach, supposed to be a cure for the spleen, Dsc. l.c., Zopyr. ap. Orib.14.50.1.
2 = ἄκορον, Dsc.1.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἄσπληνον — miltwaste neut nom/voc/acc sg ἄσπληνος spleenless masc/fem acc sg ἄσπληνος spleenless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπλήνου — ἄσπληνον miltwaste neut gen sg ἄσπληνος spleenless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • ημιόνιον — ἡμιόνιον, τὸ (Α) [ημίονος) 1. είδος φυτού που λέγεται και άσπληνον και σκολοπένδριον, τροφή αγαπητή στους ημιόνους 2. (υποκορ. τού ημίονος) μικρός ημίονος, μουλαράκι 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος πτηνού …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԾՈՒԱՃԱՆԿ — ( ) NBH 1 0362 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἅσπληνον որպէս թէ փայծաղնադեղ. asplenum որ եւ ԱՐԾՈՒՈՅ ՃԱՆԿ կամ ՄԱԳԻԼ. Անուն խոտոյ. ... Բժշկարան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”